- ἁγνοπόλος
- ἁγνο-πόλος, rein machend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγνοπόλος — ἁγνοπόλος, ον (Α) αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + πόλος < πολέω] … Dictionary of Greek
ἁγνοπόλον — ἁγνοπόλος qu̲el masc/fem acc sg ἁγνοπόλος qu̲el neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοπόλου — ἁγνοπόλος qu̲el masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνοπολούμαι — ἁγνοπολοῡμαι ( έομαι) (Μ) εξαγνίζομαι, καθαίρομαι με θυσία ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνοπόλος < ἁγνός + πολῶ] … Dictionary of Greek